- ιλεούμαι
- ἱλεοῡμαι, -όομαι (ΑΜ) [ίλεως]ιλάσκομαι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱλεοῦμαι — ἱλάομαι pres ind mp 1st sg ἱλεόομαι pres ind mp 1st sg ἱ̱λεοῦμαι , ἱλεόομαι pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιλεούμαι — όομαι βλ. εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων. αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ τού ιλάσκομαι)] … Dictionary of Greek
ιλέωσις — ἱλέωσις, ἡ (Α) [ιλεούμαι] εξιλέωση … Dictionary of Greek
ιλεωτήριον — ἱλεωτήριον, τὸ (Α) [ιλεούμαι] ιλαστήριον (βλ. ιλαστήριος) … Dictionary of Greek
ιλεωτικός — ἱλεωτικός, ή, όν (Α) [ιλεούμαι] εξευμενιστικός … Dictionary of Greek